-
1 υποψηφιότητα
[-ης (-ητος)] η кандидатура;βάζω ( — или θέτω, υποβάλλω) υποψηφιότητα — выставлять кандидатуру;
αποσύρω την υποψηφιότητα μου снять свою кандидатуру
1 υποψηφιότητα
βάζω ( — или θέτω, υποβάλλω) υποψηφιότητα — выставлять кандидатуру;